εξαγωγέας

εξαγωγέας
[-εύς (-εως)] ο
1) экспортёр; 2) орудие, приспособление для извлечения, вынимания чего-л.; экстрактор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξαγωγέας" в других словарях:

  • εξαγωγέας — ο (Α ἐξαγωγεύς) [εξάγω] νεοελλ. 1. αυτός που εξάγει εμπορεύματα από τον τόπο παραγωγής τους στο εξωτερικό («εξαγωγέας σταφίδας») 2. εργαλείο ή μέρος εργαλείου που χρησιμεύει για εξαγωγή αρχ. αυτός που οδηγεί προς τα έξω (για τον επικεφαλής… …   Dictionary of Greek

  • εξαγωγέας — ο 1. αυτός που εξάγει κάτι, και ιδίως προϊόντα ή εμπορεύματα, στο εξωτερικό. 2. εργαλείο με το οποίο εξάγεται κάτι, εξολκέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαγωγός — ο (Α ἐξαγωγός) [εξάγω] νεοελλ. εξαγωγέας αρχ. οχετός για την αποχέτευση υδάτων …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»